- ευδόκιμος
- I
(9ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Καππαδοκία και ήταν αξιωματούχος επί Θεοφίλου. Πολιτεύτηκε, κατά τους χρονικογράφους, με οσιότητα. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Ιουλίου.II(16ος αι.). Υμνογράφος. Πολλοί τον ταυτίζουν με τον ομώνυμο άγιο (βλ. λ. παραπάνω). Η εικασία αυτή βασίζεται σε πληροφορία κώδικα της βιβλιοθήκης του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.III(Κοκκινάκης, Άγιος Θωμάς Κρήτης 1923 –). Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως (1984-). Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετεκπαιδεύτηκε στη Νέα Υόρκη (κοινωνιολογία-ψυχολογία). Το 1942 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1954 πρεσβύτερος. Υπηρέτησε διαδοχικά ως εφημέριος και αρχιερατικός επίτροπος στην Κομοτηνή (1954-59), ιεροκήρυκας και καθηγητής του Ανωτέρου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου Βόλου (1959-61). Έγινε εφημέριος σε ενορίες της Αρχιεπισκοπής Αμερικής (1962-75) και στη συνέχεια σε ενορίες της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, ενώ παράλληλα εργαζόταν στα γραφεία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (1976-84). Ως μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως έχει επιτελέσει σημαντικό πνευματικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Συγκεκριμένα, στη μητρόπολή του λειτουργούν υπηρεσίες συμπαράστασης οικογένειας, ασθενών, στρατού, μέριμνας μελλονύμφων, σχολή βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, βιβλιοθήκη, κέντρα νεότητας, αίθουσες διαλέξεων κ.ά.* * *-η, -ο (ΑΜ εὐδόκιμος, -ον) [ευδοκώ]αυτός που επιτυγχάνει σε κάτι, ο επιτυχής, ο αποτελεσματικός («ευδόκιμη υπηρεσία»)αρχ.ευυπόληπτος, ένδοξος, τιμημένος («εὐδοκίμους στρατιάς», Αισχύλ.).επίρρ...ευδοκίμως (Α εὐδοκίμως)με ευδόκιμο τρόπο, με επιτυχία.
Dictionary of Greek. 2013.